17.1.13

Το νόημα στον κινηματογράφο


Ο αριθμός των ταινιών που έχουν δημιουργηθεί από την εποχή των αδερφών Λυμιέρ έως σήμερα είναι τόσο μεγάλος, που κάθε προσπάθεια καταμέτρησης θα ξεπερνούσε το όριο του στατιστικού σφάλματος. Στην ογκωδέστατη αυτή παραγωγή συνυπάρχουν όλες οι γνωστές κατηγορίες φιλμ, από τον βουβό κινηματογράφο μέχρι και τις σύγχρονες, ευρύτατα γνωστές, χολιγουντιανές υπερπαραγωγές. Στην παραπάνω συνύπαρξη συμπεριλαμβάνονται και παραγωγές λιγότερο γνωστές, πειραματικά φιλμάκια, B movies, ταινίες low budget, μικρού μήκους και ταινίες με ειδική αναφορά σε καλλιτεχνικά ρεύματα.  Όλα τα παραπάνω ενέχουν διαφορετικά κριτήρια ταξινόμησης και διαχωρίζονται σε είδη ανάλογα με αυτά. Ωστόσο, οι ταινίες στο σύνολό τους και ανεξάρτητα από την κατηγοριοποίηση τους ή τα κριτήρια διαχωρισμού τους σε είδη, διαπνέονται από μια γενετήσια σφραγίδα, ένα αξιοσημείωτο απόσταγμα του πυρήνα της δημιουργικής πράξης, την μορφή και το περιεχόμενο. Με αυτούς τους όρους χαρακτηρίζουμε συνήθως το νόημα της ταινίας, δηλαδή αυτό που θέλει να μας ‘πει’ (περιεχόμενο) και τον τρόπο που επιλέγει να το ‘πει’ (μορφή).
Αυτά τα δυο ανεξίτηλα χαρακτηριστικά αλληλοδιαπλέκονται εσαεί με ποικίλους τρόπους και ανεξάντλητους συνδυασμούς όπως μας διαβεβαιώνουν άλλωστε η ιστορία της τέχνης, η αισθητική και άλλες θεωρητικές επιστήμες. Τα επίπεδα της διαπλοκής τους (που ονομάζονται έργα τέχνης) χωρίζονται σε τρεις ξεχωριστές σφαίρες αλληλεπίδρασης σε σχέση με το υποκείμενο (θεατής) που τα εξετάζει: έργο -δημιουργός, έργο -θεατής, έργο –επιστήμη. Ακόμα πιο βαθιά ανακαλύπτουμε μικρότερες αλληλεπιδράσεις οι οποίες περιέχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μια από αυτές βρίσκεται μέσα στην σφαίρα έργο-θεατής  και είναι η διάδραση του θεατή με το περιεχόμενο του έργου έτσι όπως αυτό μορφοποιείται στο ίδιο το δημιούργημα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της περίπτωσης αποτελεί η άγνοια (από την σκοπιά του θεατή) της πρόθεσης του δημιουργού.   
Συνεπώς, στην διάδραση αυτή, ο θεατής καλείται να εκμαιεύσει με βάση προσωπικά κριτήρια την όποια εννοιολογική, νοηματική και συμβολική σημασία του έργου. Φυσικά αυτά τα υποκειμενικά κριτήρια δεν είναι αθώα ούτε άδολα. Αποτελούν την αποκρυστάλλωση των βιωμάτων του θεατή, της μορφωτικής του ιδιαιτερότητας, της διανοητικής διαύγειας, της πολιτικής του ταυτότητας κλπ. Καθοριστικό ρόλο έχει και το συνολικό περιβάλλον ανάπτυξης του συνειδητού και ασυνείδητου φορτίου του θεατή, η οικογένεια, οι φίλοι, η τοπική κοινωνία, το πολιτιστικό-πολιτικό στάτους της εποχής κλπ. Με λίγα λόγια ο κάθε θεατής περιέχει αφενός ένα πολιτισμικό βάρος λόγω εξωγενών κοινωνικών συνθηκών, αφετέρου ένα μοναδικό προσωπικό κριτικό υπόβαθρο που τον βοηθά να αποκωδικοποιεί τα δομικά στοιχεία του φίλμ χωρίς να ξέρει κατά ανάγκη τις επιδιώξεις του δημιουργού. Αυτός ο τρόπος κατανόησης της μορφής και του περιεχομένου ενός έργου είναι πρωτόλειος και άρα αυθεντικός, ωστόσο εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία που τον καθιστούν πολλές φορές αναξιόπιστο. Το σημαντικό όμως, στην περίπτωση που συζητάμε, είναι η δυνατότητα εξαγωγής υποκειμενικών-προσωπικών νοητικών συμπερασμάτων από πλευράς του κοινού, ανεξάρτητα από την ταινία που υπόκειται σε αυτού του είδους την θεώρηση.      
 Κάτι ανάλογο προκύπτει όχι μόνο από την σκοπιά του υποκειμένου-θεατή άλλα και για το ίδιο το προϊόν της κινηματογραφικής παραγωγής (και της τέχνης γενικά). Όπως κάθε θεατής αποτελεί μοναδική πηγή αποκωδικοποίησης των νοημάτων έτσι και κάθε δημιούργημα είναι μοναδικό, εκφέρει τον δικό του λόγο και περικλείει την δική του διαπλοκή μορφής-περιεχομένου. Μάλιστα, από την στιγμή της γέννησης του είναι φορέας της μοναδικότητας αυτή η οποία αποτελεί το συνθετικό αποτέλεσμα των προθέσεων του δημιουργού με τα υλικά του. Έχοντας λοιπόν ως όπλο την αυταξία, την αύρα του πρωτότυπου, την μοναδικότητα του ξεκινάει το ταξίδι στα άγρια κ αχαρτογράφητα νερά του υποκειμένου-θεατή. Ως τέτοιο όμως, το καλλιτέχνημα, φέρει ένα ειδικό νόημα, ένα δικό του περιεχόμενο, πραγματεύεται κάτι με τον δικό του τρόπο, με τον τρόπο των δημιουργών του, με την ματιά του θεατή του. Ακόμα και ως αντιγραφή δεν παύει να εκπέμπει το δικό του ιδιαίτερο μήνυμα. Το περιεχόμενο αυτό δεν είναι όμως στατικό, είναι πολυσημικό, αλληλοεπιδρών και, πολλές φορές, κωδικοποιημένο.
Σαν άμεση συνέπεια των παραπάνω, δηλαδή της υποκειμενικής κρίσης του θεατή και της μοναδικότητας (μορφής- περιεχομένου) που διέπει το καλλιτέχνημα, υπάρχει ένας ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ τους που επιτρέπει νοηματικές ερμηνείες για κάθε κινηματογραφικό έργο (όπως και για κάθε καλλιτεχνικό έργο γενικά). Από όποια μεριά και αν το δει κανείς, το δημιούργημα πάντα υποβάλλει νοήματα (από πρόθεση) και πάντα υποβάλλεται σε κρίσεις, μπορεί να δίνει αφορμές για εσωτερικούς προβληματισμούς αλλά και εξωστρεφείς αναζητήσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις το κινηματογραφικό προϊόν διαθέτει ένα εύρος περιεκτικού, συνειδητού και ασυνείδητού περιεχομένου, όπως και ο θεατής. Για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, πολιτιστικούς, μορφωτικούς) η ματιά του υποκειμένου συναντά περιστασιακά ή και καθόλου την ιδιαίτερη οπτική του φιλμ, είτε από πρόθεση, είτε ασυναίσθητά. Ωστόσο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να υπάρξει σύζευξη των δυο με απροσδόκητα και απροσδιόριστα αποτελέσματα. Εμείς θα επιμείνουμε σε κάτι πιο συγκεκριμένο που απορρέει από την μέχρι τώρα κουβέντα για αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση της σφαίρας αλληλεπίδρασης έργου-θεατή αφήνοντας έξω τις προθέσεις του δημιουργού. Μάλιστα στο σημείο αυτό μπορεί εύκολα να γίνει μια γενίκευση η οποία υποβόσκει στην παραπάνω σκιαγράφηση, έτσι μπορούμε πλέον να περάσουμε από το φιλμ ως έργο τέχνης, δημιούργημα, στο κινηματογραφικό έργο ακόμα και με την στυγνή εμπορική του σημασία.
Συνοψίζοντας μπορούμε πια να ισχυριστούμε ότι ο θεατής μπορεί να εξάγει, υποκειμενικά έστω, θετικά συμπεράσματα, νοήματα και συμβολισμούς ακόμα και από την πιο κακοφτιαγμένη και κομφορμιστική ταινία. Το ενδιαφέρων έγκειται στο γεγονός ότι η πρόθεση του παραγωγού (και όχι μόνο του καλλιτέχνη πλέον) εξοστρακίζεται, περιορίζεται στον γνώριμο ρόλο του κατασκευαστή, του οργανοποιού, του ανθρώπου που θέτει την αφετηρία αλλά δεν ελέγχει τον τερματισμό. Τώρα πια, μετά την κατασκευή του έργου, ο θεατής αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας το ταξίδι. Μάλιστα, αν μπορεί να ξεχωρίσει την υποβάλλουσα νοηματική προδιάθεση του έργου τότε είναι σε θέση να κάνει την δική του επιλογή, να διαλέξει αυτός τι θα προσλάβει και που θα δώσει έμφαση, τι θα δεχτεί και τι θα απορρίψει. Αυτή είναι η υπέρτατη ελευθερία που  παρέχεται ακόμα και στην πιο ρηχή ψυχαγωγία, να ανακαλύπτουμε νοήματα πέρα από τα προφανή, να ξεγλιστράμε από τα κλισέ και τα κοινότυπα.
Φυσικά αυτή η διαδικασία έχει απαιτήσεις, φιλτράρει την προσλαμβάνουσα πληροφορία και επανανοηματοδοτεί το περιεχόμενο της δίνοντας του νέα σημασία, σηματοδοτεί την βαρύτητα του νοήματος παρέχοντας ένα μέτρο στην κριτική ικανότητα. Δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί αβίαστα σε όλα τα μάτια, χρειάζεται πεπαιδευμένο βλέμμα, οξυμένη αντίληψη, συγκρότηση και συστηματική αναζήτηση. Ωστόσο αξίζει τον κόπο να μπει κανείς σε μια τέτοια λογική, χάρις σε αυτήν είναι δυνατό να ανακαλύψουμε διαφορετικές οπτικές, άλλες ποιότητες και διφορούμενα νοήματα σε κάθε ταινία, ακόμα και σε αυτές που ευθαρσώς κατευθύνουν τον θεατή, σε αυτές που επιδέξια (ή αδέξια) εγκλωβίζουν την ματιά στο ρηχό περιεχόμενο τους.

 του Γιώργου Ανδρούτσου